κοντράλτα — η η αοιδός που έχει φωνή κοντράλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contralto] … Dictionary of Greek
κοντράλτο — κοντράλτο, το και κοντράλτα, η (λ. ιταλ.), η βαθύτερη από τις γυναικείες φωνές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)